- δήποτε
- (AM δήποτε και δήποτεΑ και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα)αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου, ότε, οπότεπ.χ. οποιοσδήποτε (=όποιος κι αν είναι), οστισδήποτε, οιονδήποτε κ.λπ., οπωσδήποτε (=όπως κι αν έχει ή κι αν είναι το πράγμα), οπουδήποτε κ.λπ.αρχ.1. κάποτε, σε κάποιον καιρό2. οποθενδήποτεαπό κάποιο οπωσδήποτε μέρος3. εν τέλει, επί τέλους4. (ως ερωτημ.) τέλος πάντων, επί τέλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < δη* + ποτέ*].
Dictionary of Greek. 2013.